κατεβαίνω

κατεβαίνω
κατεβαίνω, κατέβηκα, κατεβασμένος βλ. πίν. 92
——————
Σημειώσεις:
κατεβάζωκατεβαίνω : από άποψη σημασίας, το κατεβαίνω χρησιμοποιείται και ως παθητικό του κατεβάζω, π.χ. η ασπιρίνη τού κατέβασε τον πυρετό – ο πυρετός του κατέβηκε με την ασπιρίνη

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κατεβαίνω — (AM καταβαίνω, Μ και κατεβαίνω και κατηβαίνω) 1. βαίνω προς τα κάτω, έρχομαι από υψηλότερο σημείο σε χαμηλότερο, κατέρχομαι (α. «κατεβαίνω τη σκάλα» β. «οὐρανόθεν καταβάς», Ομ. Ιλ.) 2. κατέρχομαι από κάπου (α. «κατέβηκε από το αυτοκίνητο» β.… …   Dictionary of Greek

  • κατεβαίνω — κατέβηκα, κατεβασμένος 1. πηγαίνω ή έρχομαι από ψηλότερο μέρος σε χαμηλότερο: Οι βουνίσιοι κατέβηκαν στα παράλια. 2. ελαττώνομαι: Κατέβηκε το νερό της λίμνης του Μαραθώνα. 3. φρ., «Mου κατεβαίνει να» ή «Mου κατέβηκε να», μου έρχεται ή μου ήρθε… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξεπεζεύω — κατεβαίνω από το άλογο, αφιππεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + πεζεύω] …   Dictionary of Greek

  • ροβολώ — κατεβαίνω τρέχοντας από ένα ψηλό μέρος σε χαμηλότερο: Οτσοπάνης ροβόλαγε, για να συγκρατήσει τα σκυλιά. Ουσ. ροβόλημα, το η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ροβολώ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κάμπος — I Ονομασία 38 οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ., 249 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βάλτου του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νομού, στην ανατολική ακτή του όρμου της Αμφιλοχίας, 91 χλμ. ΒΔ του Μεσολογγίου. Υπάγεται… …   Dictionary of Greek

  • καλοκατεβαίνω — (Μ) κατεβαίνω έως κάτω, κατεβαίνω εντελώς …   Dictionary of Greek

  • καταραχίζω — 1. (για ψαράδες) χτυπώ μεγάλο ψάρι στη ράχη 2. κατεβαίνω από τη ράχη βουνού. [ΕΤΥΜΟΛ. Με τη σημ. «χτυπώ ψάρι στη ράχη» < κατ(α) * + ραχίζω (< ράχη). Με τη σημ. «κατεβαίνω από τη ράχη τού βουνού» < καταράχι] …   Dictionary of Greek

  • καταφέρω — (AM καταφέρω) 1. φέρω κάτι με ορμή εναντίον κάποιου, χτυπώ κάποιον («η αεροπορία κατέφερε ισχυρά πλήγματα στον εχθρό») 2. μέσ. καταφέρομαι εκφράζομαι δυσμενώς εναντίον κάποιου, κατηγορώ με δριμύτητα κάποιον μσν. φέρνω κάποιον σε άσχημη κατάσταση …   Dictionary of Greek

  • καταφοιτώ — καταφοιτῶ, άω AM, Α και ιων. τ. έω (επιτ. τ. τού φοιτώ) μσν. καταλήγω («καὶ κατεφοίτα πρὸς τὴν πρᾱξιν ὁ λόγος», Θεοφύλ.Σιμ.) αρχ. 1. κατέρχομαι, κατεβαίνω, επιφοιτώ 2. κατεβαίνω συνεχώς ή τακτικά, όπως τα άγρια θηρία κατεβαίνουν από τα βουνά για… …   Dictionary of Greek

  • πεζεύω — ΝΜΑ, πεζεύγω και πεζέφνω Ν [πεζός] νεοελλ. μσν. κατεβαίνω από το άλογο, αφιππεύω, ξεκαβαλικεύω νεοελλ. αρχ. 1. βαδίζω πεζός, οδοιπορώ 2. ταξιδεύω διά ξηράς μσν. αρχ. (κυρίως για τον Ξέρξη όταν πέρασε τη γέφυρα στον Ελλήσποντο) περνώ πεζός τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”